- ανθυλλίς
- Ψυχανθές φυτό που φυτρώνει σε λιβάδια από τη θάλασσα έως την ορεινή ζώνη, κατά προτίμηση σε εδάφη ασβεστούχα. Έχει βλαστό ποώδη, απλό ή πολύκλαδο, χνουδάτο, με λίγα φύλλα, από τα οποία τα κατώτερα απλά με μακρύ μίσχο και τα ανώτερα περιττόληκτα, με 2-6 ζεύγη επιμήκη φυλλάρια ανεπτυγμένα πολύ λιγότερο από το επάκριο, που είναι πιο πλατύ και πιο ωοειδές.
Τα άνθη, κίτρινα και ψυχοειδή, είναι συγκεντρωμένα σε μακρόμισχα κεφάλια, μονήρη, ανά δύο ή ανά τρία, που περιβάλλονται από φυλλόμορφα βράκτια. Έχει χέδροπα λείο και σκούρο που περιέχει σχεδόν πάντοτε ένα ημιωοειδές κιτρινοπρασινωπό σπέρμα. Εξαιρετικό νομευτικό είδος για τα γαλακτοφόρα βοοειδή, σχηματίζει πυκνούς φυσικούς πρασινοτάπητες σε συνδυασμό με άλλες χλόες. Ευδοκιμεί σε περιοχές με λίγες βροχοπτώσεις. Παλαιότερα τη χρησιμοποιούσαν χλωρή ως επουλωτικό κατάπλασμα των πληγών και των τραυμάτων.
Εκτός της α. της τραυματικής, η ελληνική χλωρίδα έχει άλλα πέντε είδη, όπως η α. ηερμάνειος,φρύγανο γνωστό ως αλογοθύμαρο με το οποίο κατασκευάζονται πρόχειρες σκούπες για τους κήπους, η α. η κυτιοειδής,η α. ηχρυσή κ.ά.
Ανθυλλίς η τραυματική: φυτό και άνθος. Το χρήσιμο αυτό νομευτικό ψυχανθές φύεται συχνά στα λιβάδια και ιδίως στα ασβεστούχα εδάφη.
Dictionary of Greek. 2013.